καθαρτήρας

καθαρτήρας
[-ήρ (-ήρος)] ο очиститель

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Смотреть что такое "καθαρτήρας" в других словарях:

  • καθαρτήρας — ο (Α καθαρτήρ) [καθαίρω] νεοελλ. όργανο για καθαρισμό, κυρίως ο σχοινοκαθαριστήρας στην άκρη τού οποίου είναι προσδεδεμένο στουπί για τον καθαρισμό τής κάννης τών όπλων αρχ. αυτός που εξαγνίζει, καθαρτής …   Dictionary of Greek

  • καθαρτήρας — ο όργανο καθαρισμού: Οι στρατιώτες καθαρίζουν την κάννη του όπλου με ειδικό καθαρτήρα, που τον ονομάζουν σκοινοκαθαριστήρα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • καθαρτῆρας — καθαρτήρ masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φιαλοκαθαρτήρας — ο, Ν εργαλείο ειδικό για τον εσωτερικό καθαρισμό τών φιαλών. [ΕΤΥΜΟΛ. < φιάλη + καθαρτήρας «όργανο για καθαρισμό»] …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»